ἀκύμονα

ἀκύμονα
ἀκύ̱μονα , ἀκύμαντος
not washed by waves
neut nom/voc/acc pl
ἀκύ̱μονα , ἀκύμαντος
not washed by waves
masc/fem acc sg
ἀκύ̱μονα , ἀκύμων
neut nom/voc/acc pl
ἀκύ̱μονα , ἀκύμων
masc/fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κατασβήνω — (AM κατασβεννύω, Α και κατασβέννυμι) 1. σβήνω εντελώς (α. «ο πυροσβέστης κατέσβησε τη φωτιά» β. «κατέσβεσε θεσπιδαὲς πῡρ», Ομ. Ιλ.) 2. καταπαύω, καταστέλλω, καταπνίγω («σμικρόν ῥῆμα κατασβέννυσι πάσας τὰς τοιαύτας ἡδονάς», Πλάτ.) αρχ. 1. θεραπεύω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”